Η πολεμική- δραματική περιπέτεια του 1971 Οι τελευταίοι του Ρούπελ, είναι μια παραγωγή του Τζαίημς Πάρις σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου και σενάριο Γιάννη Μαρή[1]. Στην αρχή της δεκαετίας του ΄70 σημειώνεται έκρηξη στην παραγωγή πολεμικών και ιστορικών περιπετειών[2] κάτι που οφείλεται και στον εορτασμό των 150 χρόνων από την ελληνική επανάσταση. Η ταινία αυτή εντάσσεται απόλυτα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής που δημιουργήθηκε, αυτό της δικτατορίας, ενώ παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με άλλες παραγωγές του Πάρις[3]. Αξίζει δε να αναφερθεί πως ένα χρόνο μετά την προβολή της στις ελληνικές αίθουσες προβλήθηκε και στην Ισπανία του Φράνκο[4].
Οι νέες Θερμοπύλες
Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές του Απρίλη του 1941 στην Βόρεια Ελλάδα λίγο πριν την γερμανική εισβολή στις 6 Απριλίου 1941 και χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο οι πρωταγωνιστές ολοκληρώνουν επιτυχώς μια ριψοκίνδυνη αποστολή κατασκοπείας και στο δεύτερο επιστρέφουν στα οχυρά ώστε να τα υπερασπιστούν έναντι ενός εχθρού που έχει τεχνολογική και ποσοτική υπεροπλία. Μάχη απέλπιδα η οποία, παρόλο που τελειώνει με την παράδοση των οχυρών, μοιάζει περισσότερο με νίκη. «Αυτοί είναι όλοι; Αυτοί είναι μόλις τριακόσιοι» λέει έκπληκτος ο Γερμανός στρατηγός για να πάρει την απάντηση πως όντως, είναι «Τριακόσιοι όπως τότε στις Θερμοπύλες». Οι Έλληνες στρατιώτες χαίρουν καθολικής αναγνώρισης από τον εχθρό στον οποίο κατάφεραν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες. Αποχωρούν με το κεφάλι ψηλά λαβωμένοι μα όχι νικημένοι.
Η ταινία επηρεάζεται μεν θεματογραφικά από την ιστορική περίοδο την οποία ανασυνθέτει αλλά παράλληλα έχει το βλέμμα της στραμμένο στο πλαίσιο στο οποίο ζουν και εργάζονται οι δημιουργοί της[5]. Αυτοί θέλουν να περάσουν ένα σαφέστατο μήνυμα: η μέχρις εσχάτων πειθαρχημένη (και όχι άτακτη-αντάρτικη) αντίσταση των Ελλήνων στα οχυρά, εμπνέεται από την Μάχη των Θερμοπυλών και της αξίζει ισότιμη θέση στην εθνική συλλογική μνήμη. Ο Ελληνισμός είναι ενιαίος και αδιαίρετος και ο περήφανος ελληνικός στρατός διασφαλίζει την ενότητά του. «Εσείς οι Έλληνες είσαστε τρελοί» λέει έκπληκτος ο Γερμανός βλέποντας την δίχως νόημα αντίσταση, για να πάρει την απάντηση πως «3000 χρόνια είμαστε τρελοί»
Ο «πολιτισμένος» κατακτητής, οι Εβραίοι και η παρέκκλιση του «κακού» ηγέτη.
Οι κινηματογραφιστές κατά την περίοδο της επταετίας 1967-1974 είναι πιστοί κοινωνοί της επίσημης κρατικής ιδεολογίας[6]. Η προπαγάνδα του καθεστώτος θέλει τον ελληνικό στρατό περήφανο πρωταγωνιστή της ελληνικής ιστορίας εκθειάζοντας τις πολεμικές του αρετές[7]. Την ίδια ώρα όμως αποφεύγει να κατακρίνει τους Γερμανούς αντίθετα αυτοί μνημονεύονται με θαυμασμό για πολλά από τα χαρακτηριστικά τους[8]. Στην ταινία γίνεται και μια σύντομη αναφορά στις διώξεις των Εβραίων[9] αφού μαθαίνουμε για τα δεινά που αυτοί υφίσταντο (9:55). Ενώ όμως έχουμε μια προσπάθεια απέναντι στην λήθη, αμέσως μετά οι ευθύνες αποδίδονται εκεί που επιθυμεί ο δημιουργός, όχι στον γερμανικό λαό και στρατό, αλλά σε ένα μόνο πρόσωπο, αυτό του Αδόλφου Χίτλερ[10].
Αντί επιλόγου
Η ταινία Τελευταίοι του Ρούπελ ανταποκρίνεται πλήρως στις αισθητικές αναζητήσεις, τον πολιτικό χαρακτήρα και τους τρόπους σκέψης της εποχής στην οποία δημιουργήθηκε. Η χούντα είχε ανάγκη από φρονηματιστικές παραγωγές που να εξυψώνουν το ηθικό των πολιτών, να τονίζουν το αξιόμαχο του οργανωμένου στρατού και την αδιάκοπη συνέχεια του ελληνισμού. Δεν πρόκειται για πιστή αναπαράσταση της Μάχης του Ρούπελ αλλά για μια ταινία μυθοπλασίας που απέχει από τα πραγματικά γεγονότα.
[1] Η ταινία είναι διαθέσιμη στο: https://www.youtube.com/watch?v=eIuQaYiyijE&t=17s
[2] Π. Βόγλης, 2006. «Από τις κάννες στις κάμερες: ο Εμφύλιος στον ελληνικό κινηματογράφο». Στο Τομαή Φ. (επιμ.), Αναπαραστάσεις του Πολέμου, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 105
[3] Αναφέρω ενδεικτικά την επόμενή του ταινία, Δώστε τα Χέρια (1972), όπου συμμετέχουν οι ίδιοι πρωταγωνιστές (Χ. Πολίτης, Β. Κρούσκα) και άλλοι ηθοποιοί, οι εισπράξεις κυμάνθηκαν στα ίδια επίπεδα (200.000 εισιτήρια) καθώς και πολλά από τα σκηνικά της ταινίας είναι τα ίδια.
[4] Με τον τίτλο Los Heroes del patibulo (Οι ήρωες της αγχόνης), αξίζει να αναφερθεί πως συμμετέχουν και 3 Ισπανοί ηθοποιοί.
[5] Λ. Φλιτούρης, 2008. «Ο εμφύλιος στο "σέλιλοϊντ": Ιστορία και μνήμη». Στο Μπούσχοτεν Ρ. Β., Βερβενιώτη Τ., Βουτυρά Ευ. κ.ά. (επιμ.), Μνήμες και Λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σελ. 387.
[6] Ε. Λεμονίδου, 2017. Η Ιστορία στη Μεγάλη Οθόνη. Ιστορία, κινηματογράφος και εθνικές ταυτότητες, Αθήνα: Ταξιδευτής, σελ. 181-202. Βλ. και το άρθρο της ίδιας με τίτλο "Αποτυπώσεις και ερμηνείες της δεκαετίας του 1940 στον ελληνικό κινηματογράφο",
[7] Π. Βόγλης, στο ίδιο, σελ. 103-104.
[8] Στο 9:40 μαθαίνουμε πως: Οι Γερμανοί δεν θα κάνουν ποτέ την ατιμία να χτυπήσουν την Ελλάδα, είναι «μεγάλος» λαός (...) δεν ξέρω τι είναι ο Χίτλερ, ξέρω τι είναι ο γερμανικός λαός, δεν έχεις πάει ποτέ στην Γερμανία να δεις τι θα πει πολιτισμός, τάξη, σύστημα.
[9] Αν και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που δύσκολα θα γνώριζαν οι Έλληνες στρατιώτες την άνοιξη του 1941.
[10] Ο στρατιώτης που υπερασπίζεται τον γερμανικό λαό ομολογεί πως, «είναι αλήθεια πως, σ΄ εσάς τους Εβραίους ο Χίτλερ δεν φέρθηκε καλά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου