Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Το Δάκρυ της Επανάστασης

Ένα σατιρικό διήγημα του Γιαννουλίδη Στέφανου,


Η πόλη ήταν πιο μουντή από ποτέ καθώς κουφάρια καμένων αυτοκινήτων άραζαν νωχελικά σε κάθε γωνιά ενώ ρακένδυτοι προσπαθούσαν να αφαιρέσουν από αυτά ότι μπορούσε να πουληθεί. Η επιστροφή στη δραχμή έγινε προτού 15 χρόνια το 2012 και έκτοτε μεσολάβησαν  πολλές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ώσπου σε μία από αυτή, κάποιος- αστυνομικός για πολλούς, προβοκάτορας για άλλους- πυροβόλησε και σκότωσε 3 πολίτες. Ήταν μόνο η αρχή…

Η επανάσταση όταν ξεκίνησε δεν άργησε να επεκταθεί. Καταστροφές δημοσίων κτηρίων και συγκρούσεις που θύμιζαν αντάρτικο πόλης. Μετά από έξη μήνες  η αστυνομία μαζί με τον  στρατό αλλά και μια ντουζίνα παραστρατιωτικών οργανώσεων πήραν τον έλεγχο αν και οι ηγεσίες τους εγκατέλειψαν τη χώρα ενώ δεν έμειναν και πολλά να σωθούν από την καταστροφή. Ο Σατανικός Ιωσήφ πλέον ήταν ο  παντοδύναμος δικτάτορας και οι ξένες δυνάμεις παρακολουθούσαν ανίκανες να επέμβουν..

Η πόλη εγκαταλείφθηκε από τους περισσότερους που διάλεξαν να πάνε στην επαρχία για να σωθούν. Οι πυρήνες αντίστασης λιγοστοί. Οι φοιτητικές οργανώσεις διαλυμένες από δωσίλογους φοιτητές που με αντάλλαγμα ασυλία φανέρωσαν τα λημέρια και τα καταφύγια των αντιστασιακών. Για μεμονωμένες αντιδράσεις ούτε λόγος… Οι εκατοντάδες ελεύθεροι σκοπευτές βαρούσαν στο ψαχνό. Δίχως τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και δίχως ρεύμα, η διανομή τροφής γινόταν κάθε βδομάδα μόνο σε όσους φορούσαν το βραχιόλι εντοπισμού, ειδάλλως ήσουν καταδικασμένος να λιμοκτονήσεις.

Η ελπίδα δε φαινόταν πουθενά. Ή σχεδόν πουθενά. Σε ένα πρώην ιατρείο στο κέντρο της πόλης, μια οικογένεια αγωνιστών αρνείται να υποταχθεί και ετοιμάζει έξοδο στην ελευθερία με το πιο τολμηρό σχέδιο που γνώρισε τούτος ο τόπος και που όμοιο του σε σύλληψη και εκτέλεση δε θα συναντήσει κανείς σε κανένα βιβλίο ιστορίας ούτε καν σε μυθιστόρημα… Το όνομά του; «Το Δάκρυ της Επανάστασης».

Ο Λευτέρης μπήκε μέσα φουριόζος χτυπώντας την πόρτα πίσω του. «Πέτρο άχρηστο υποκείμενο που είσαι;» Ο Πέτρος ήταν ανιψιός του Λευτέρη, ψηλός όμορφος με χωρίστρα που θύμιζε παλιό Ελληνικό κινηματογράφο και  μάλλον αλαφροΐσκιωτος. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και μέσα από τα γυαλιά του φάνταζαν αστεία.  «Πάλι μαστουρωμένος είσαι παλιοτόμαρο»; φώναξε ο θείος Λευτέρης. Όντας παλιό μέλος του Ελληνικού κοινοβουλίου είχε αναγκαστεί σε παραίτηση μετά από καταγγελίες για παράνομες ανταλλαγές εκτάσεων. Ο ίδιος ισχυριζόταν πάντα πως η ανταλλαγή 12 στρεμμάτων στη Μύκονο 6 στρεμμάτων στη Χαλκιδική και 1 στρέμματος στην Αράχοβα που ανήκαν στο δημόσιο, άξιζαν όσο τα 70 μέτρα του πατρικού του στην Ξηροκρήνη,  «η σκευωρία θα καταρρεύσει» φώναζε και μέσα από τα άσπρα του γένια ξεχώριζε το λευκό Σκανδιναβικό του δέρμα.

Λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο Πανόραμα, έπεφτε χιόνι και σε κάθε γωνιά του χωριού κείτονταν πτώματα από το κρύο, στο σπίτι του Γιώργου Καραμαρίδη όμως η φωτιά στο τζάκι σιγόκαιγε και το μπράντι με τα κουλουράκια περίμεναν τους καλεσμένους στο τραπέζι. Στα Παριανά μάρμαρα  καθρεφτίζονταν η επιβλητική του φιγούρα μέσα από ένα κιμονό και η γαμψή του μύτη με τα πονηρά του μάτια φανέρωναν έναν τυχοδιώκτη που σε κάθε πρόκληση έβλεπε μια ευκαιρία. Τα πόδια του ήταν ζεστά μέσα στις μπλε βελούδινες παντόφλες καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα που κάποιο θρασύ χέρι χτυπούσε μέσα στα χαράματα. Ήταν ο Δημήτρης, ο ανιψιός του Λευτέρη.

«Καλά ρε, τι θες πρωί πρωί;» ρώτησε εξαγριωμένος ο Γιώργος. Ο Δημήτρης όπως και ο αδερφός του Πέτρος, ήταν «κατηγορία φτερού» όσον αφορά το μυαλό. Ήταν όμως όμορφος και αγνός όπως ένα ακατέργαστο διαμάντι, κάτι που τον έκανε να μπορεί να επιβιώνει στα πρώτα χρόνια της κρίσης καθώς εκδιδόταν σε υπερήλικες κυρίους. Στη συνέχεια έμπλεξε με μια παρέα που τον έσπρωξε στο PSONIOL το νέο αμείλικτο ναρκωτικό που σε ωθούσε να αγοράζεις όλο και ακριβότερα ρούχα. Μόλις το έμαθε ο Λευτέρης όμως τον έστειλε σε ένα μοναστήρι του Νεπάλ για απεξάρτηση και τώρα... Νάτος εδώ στο πλάι του θείου του να βοηθά στον αγώνα κατά του Ιωσήφ..

«Έεεελα... μη με κράζεις» είπε ο Δημήτρης, το συνήθιζε να τραβάει τις λέξεις. «Ο θείος μ΄έστειλε να μου δώσεις λεφτά πρέπει να αγοράσουμε μπαρούτι και λιπάσματα γιατί ο χρόνος πλησιάζει, ο Ιωσήφ θα μιλήσει την Πρωτοχρονιά στην Αριστοτέλους και....»
-        «Δε μ΄ενδιαφέρει», τον διέκοψε ο Γιώργος φωνάζοντας οργισμένος. «Πες το γεροξεκούτη πως βαρέθηκα να χρηματοδοτώ τον αγώνα του, έχω στερέψει οικονομικά και οι λογιστές μου λένε πως ίσως αναγκαστώ να πουλήσω τους αμπελώνες στην Κορινθία με το εργοστάσιο».
-        «Μα Γιώργο είναι ο θείος...πως μπορείς και μιλάς έτσι»; είπε ο Δημήτρης καθώς η μπριγιαντίνη στα μαλλιά του βράχηκε και τα ζουμιά της έσταζαν στο πρόσωπό του.
-        «Να πάει από εκεί που ήρθε, στη Σουηδία να γλιτώσουμε κι΄εμείς και να σταματήσουν να λιώνουν και οι πάγοι εκεί από τα κρύα του ανέκδοτα».
-        «Μα Γιώργο... πρέπει να τελειώσει η βόμβα, το Δάκρυ της επανάστασης, η μέρα πλησιάζει, αν χάσουμε την ευκαιρία δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι και ο Ιωσήφ ετοιμάζει από το εξωτερικό την Αρμάδα της Οργής, ένα επίλεκτο σώμα που απαρτίζεται από 3.000 κομάντος με βαρύ οπλισμό. Καταλαβαίνεις τι λες; Πως μπορείς να σταθείς εμπόδιο στο θείο αλλά και στον καταπιεσμένο λαό»;
Τον Γιώργο όμως δεν τον ενδιέφεραν αυτά. Πίστευε μόνο στο χρήμα, και η κρίση λειτούργησε υπέρ του καθώς με το μαύρο εμπόριο που είχε διδαχθεί στα σκοτεινά υπόγεια της Σόφιας, κατάφερε να κάνει περιουσία..
-        «Μπες μέσα, θα κρυώσεις..θα τον καλέσω στον ασύρματο» είπε ο Γιώργος καθώς μετά τη δραματική παράσταση του Δημήτρη τώρα φαινόταν να το σκέφτεται περισσότερο.


-        «Θείος ΙΚΕΑ- Θείος ΙΚΕΑ εδώ Ραμμένη Τσέπη εδώ Ραμμένη Τσέπη Θείος ΙΚΕΑ ακούει».
-        «Έλα ανόητη Ραμμένη Τσέπη ακούει ο Θείος ΙΚΕΑ».
-        «Θείο ΙΚΕΑ, κοκό γιοκ».
-        «Ραμμένη τσέπη θα σ΄αρχίσω στα μπουνίδια».
-        «Θείο ΙΚΕΑ πρόβλημα, το μαρούλι τελειώνει και δε σπέρνεις έγκαιρα... δε μπορώ άλλο»
-        «Θείος ΙΚΕΑ δε το συζητάει δώσε τώρα στο Άδειο Κεφάλι που έστειλα 10 μύρια να μου τα φέρει ΟΒΕΡ!!!»


Ο Λευτέρης δεν το συζητούσε... ο Γιώργος έτριξε τα δόντια βλασφημώντας κάτι που ακούστηκε σαν «γαμώ τη Σουηδία μου» και με νωχελικά βήματα πήγε στο χρηματοκιβώτιο... Ο Δημήτρης έκανε να τον ακολουθήσει αλλά ο Γιώργος δεν τον άφησε για να μην του λερώσει το πάτωμα, αυτό ήταν πρόφαση όμως καθώς ο πραγματικός λόγος ήταν πως δεν εμπιστευόταν κανέναν κοντά στο χρηματοκιβώτιο για να μη δει το συνδυασμό. Άνοιξε, μέτρησε και ξανάκλεισε και γυρίζοντας στο κατώφλι της πόρτας είχε μια σακούλα με τα λεφτά μέσα.
- «Να πάτε στο διάολο και μη με ενοχλήσετε ξανά, αν μάθουν οι δυνάμεις του Ιωσήφ ότι σας βοηθάω, θα δουλεύω για το υπόλοιπο της ζωής μου στις φυτείες καφέ του.»
Ο Δημήτρης χαμογέλασε πονηρά και πριν κλείσει την πόρτα του είπε:
- «Γιώργο ευχαριστώ ... να σου ζητήσω και κάτι άλλο;»
-«Τι;»
- «Βγάλε τις μπλε παντόφλες, δεν πάνε με το μαύρο κιμονό» είπε και έφυγε γελώντας.
- «Ουστ.. άχρηστε χαραμοφάη» είπε ο Γιώργος και βρόντηξε την πόρτα καθώς πήγε να συνεχίσει τον ύπνο του.



Στο Κοινοβούλιο που εδώ και χρόνια έπαψε να στεγάζει βουλευτές, πάνω στο θρόνο καθότανε ο Ιωσήφ. Ο απόλυτος άρχοντας των τελευταίων χρόνων. Από κάτω οι δεκάδες στρατηγοί με εξουσίες υπουργών, σκυμμένοι  έδιναν την ημερήσια αναφορά. Δεν τολμούσε κανείς να τον κοιτάξει στα μάτια, λένε πως  όταν κάποτε κάποιος στρατηγός τον αντιμίλησε, τον καθήλωσε σε μια καρέκλα και τον έκανε ενδοφλέβια χορήγηση φραπέ ώσπου εξέπνευσε. Τα τερατώδη πειράματά του κάναν τον λαό να τρέμει μόνο στο άκουσμα του ονόματός του. Κατάποση κελυφών σαν-φιστίκ, Σφηνάκια χλωρίνης και εσπρέσο- πίσω (πρέσα από πίσω) μερικά απ΄αυτά. Αν ήσουν τυχερός καταντούσες σκλάβος στις φυτείες του καθώς κατείχε το σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής καφέ και την ήλεγχε με την εταιρεία «AKIS-CAFÉ».

- «Γουρούνιαααα» είπε καθώς σηκώθηκε οργισμένος από το θρόνο πετώντας την τιάρα του πάνω στους στρατηγούς του. «Άχρηστοι θα σας εκτελέσω όλους αν δε μου βρείτε τον Λευτέρη μέσα σε 24 ώρες». Ο Ιωσήφ ήταν ψηλός και στεγνός με αθλητικό κορμί, ατσαλένια πόδια και καρδιά μάρμαρο δίχως αισθήματα Παλαιότερα ήταν ποδοσφαιριστής πριν ανακαλύψει τη φόρμουλα Χ-4326 του τέλειου χτυπήματος φραπέ που τον έκανε εκατομμυριούχο και αργότερα με την κρίση, ήταν θέμα χρόνου να αναρριχηθεί σε βουλευτή. Στη συνέχεια τα πράματα ήταν πλέον απλά και σαν μέγας λαοπλάνος και αδίστακτος που ήταν δε δίστασε να κοροϊδέψει το λαό και να εξοντώσει με φρικιαστικούς τρόπους όσους του στέκονταν εμπόδιο.

- «Μα...Μεγάλε αφέντη....» δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του ένας από τους στρατηγούς του, όταν ο Ιωσήφ του εκσφενδόνισε ένα μαχαίρι από το θηκάρι του απευθείας στο λαιμό του.. το θύμα χτυπιόταν σε μια λίμνη αίματος αβοήθητο καθώς κανείς δεν τολμούσε να τον βοηθήσει.

Ασυγκίνητος συνέχισε την ομιλία του « Αυτός ο ξιπασμένος οδοντογιατρός μαθαίνω από πηγές μου πως  σκοπεύει να κινηθεί εναντίον μου, έχω αμολήσει όλες τις ομάδες μου να τον ψάχνουν και δεν μπορούν να τον βρουν.. που μπορεί να κρύβεται; Μιλήστε σας ακούω».
 Μετά από παύση λίγων δευτερολέπτων, το λόγο πήρε διστακτικά ο Αρχιστράτηγος της Ομάδας των Μαύρων Σκύλων..
-        «Αφέντη μου αλλάζει συνεχώς κρησφύγετα... και απέκτησε τόσα πολλά ακίνητα σαν βουλευτής με τις ανταλλαγές και δε φαίνονται πουθενά», και συνέχισε «να φανταστείτε το Βατοπέδι μπροστά του είναι παιδική σκανδαλιά».
-        «Τι μου λες τώρα.... πως θα τον βρίσκω στο διάβα μου συνεχώς»;
-        «Όχι αφέντη μου... είμαστε σε καλό δρόμο, μάθαμε πως ένας ανιψιός του είναι επιρρεπής σε Dolce Gabbana και σε άλλα επώνυμα ρούχα, είμαστε σε καλό δρόμο να τον πιάσουμε και δε θα διστάσει να μας μιλήσει δελεάζοντάς τον ή και στην ανάγκη, αναγκάζοντάς τον».

Όπως και έγινε... Ο Δημήτρης πιάστηκε και τώρα κρατούνταν στα υπόγεια της ασφάλειας πρόσωπο με πρόσωπο με τον ανακριτή του.
-        «Λοιπόν Δημητράκη.... μάντεψε τι σου χω..ένα ωραίο παντελονάκι από την Ιταλία κομμένο και ραμμένο στα μέτρα σου..»
Ο Δημήτρης κοιτούσε σαστισμένος το παντελόνι και οι σφυγμοί του ακούγονταν στο διπλανό δωμάτιο. «Όχι... δε θα προδώσω ποτέ τον Θείο...»
Δεν έγινε όμως έτσι, και στη μόλις επόμενη προσφορά ενός πουκάμισου ο Δημήτρης τα ξέρασε όλα. Τώρα έξω από τα γραφεία της κρατικής ασφαλείας έκλαιγε γοερά  κρατώντας τα ρούχα της προδοσίας στο χέρι του και ο χρόνος πλέον κυλούσε αντίστροφα για τον Θείο αλλά και για τον Γιώργο.


Ο Γιώργος δεν άργησε να πιαστεί καθώς ο Δημήτρης πέτυχε διάνα στην προδοσία του και υπόδειξε στα Μαύρα Σκυλιά τη λέσχη του γκολφ όπου σύχναζε κάθε Πέμπτη. Τα βασανιστήρια ήταν φρικιαστικά. Οι δυνάμεις του Ιωσήφ γνωρίζοντας τον Γιώργο ξεκίνησαν από ότι μισούσε περισσότερο. Τη γυμναστική. Μετά από 1 ώρα ποδήλατο ο Γιώργος ήταν κουρέλι, ράκος πραγματικό αλλά το μεγάλο βασανιστήριο του το κρατούσαν για το τέλος. Με τα χρήματα από το χρηματοκιβώτιο και μια στοίβα ξύλα ετοίμασαν μια φωτιά που έκανε την αδύναμη καρδιά του να μην αντέξει στο αποτρόπαιο αυτό θέαμα. Ήταν νεκρός.

Ο Λευτέρης για καλή του τύχη έλειπε από το ιατρείο όπου όμως βρήκαν τους φίλους και συνεργάτες του για το Δάκρυ της Επανάστασης, Κλεάνθη Γρίμα και Στέργιο Λεπτοκαρίνη. Τα βασανιστήρια και πάλι ήταν αμείλικτα. Τον Κλεάνθη τον ανάγκασαν να καπνίσει 1 κιλό φούντα , να πιει 20 γραμμές κόκα και όταν είδαν πως δεν καταλαβαίνει τίποτα, τότε τον ανάγκασαν να φωνάζει δυνατά «Ζήτω η Παγκοσμιοποίηση». Τον Στέργιο τον ανάγκασαν να  ξυρίσει το σώμα του, να αλειφτεί με χρυσόσκονη και να φωτογραφηθεί γυμνός για το εξώφυλλο του νέου του βιβλίου με τίτλο “Μπετόν αρμέ : Αυτός ο Άγνωστος”. Πέθαναν βασανιστικά και οι δύο από ντροπή.

Πίσω στο μυστικό κρησφύγετο όπου γινόταν η τελική συναρμολόγηση του εκρηκτικού μηχανισμού, ο Θείος Λευτέρης έσπαγε ότι έβρισκε μπροστά του.
-« Άχρηστε.... τομάρι..... ανόητε.... έπρεπε να σ΄αφήσω να καταντήσεις σερβιτόρος σε κανά κωλόμπαρο της Μυκόνου. Με πούλησες για  ένα πουκάμισο...»
- «Και ένα παντελόνι...»
- «Σκάσε Πασοκόμουτρο πρασινοφρουρέ»
- «Μα...Θείο....εσύ μας έβαλες στο ΠΑΣΟΚ...»
- «Προδότη... Ιούδα... Τι κατάλαβες; Ο Γιώργος, ο Κλεάνθης και ο Στέργιος είναι τώρα νεκροί και εγώ τη γλίτωσα από καθαρή τύχη».
- « Έλα ρε θείο, σιγά την απώλεια μυαλών. Ο Κλεάνθης έλεγε όχι στα ναρκωτικά γιατί δε φτάνουν για όλους, ο Στέργιος ήταν ο μοναδικός που έκδωσε 1000 βιβλία και όταν μέτρησαν τα υπόλοιπο μετά από 1 μήνα βρέθηκαν 1001. Για το Γιώργο τι να πω... ο Διάβολος του πούλησε τη ψυχή του».
Ο Πέτρος παρακολουθούσε σαστισμένος την κουβέντα καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά. Ξαφνικά μίλησε:
- «Θείο».
- «Λέγε χαζό μου ανίψι».
- «Βαριέμαι... και πεινάω.... και θέλω καφέ... και τσιγάρο».
- «Αχ τι κατάρα με βρήκε με αυτά τα ανίψια  μου... Μένουν μόλις 3 μέρες για να ολοκληρώσω το Δάκρυ της Επανάστασης και μου μείναν αυτοί οι άχρηστοι», είπε και αποσύρθηκε συγχυσμένος στο δωμάτιο του που ήταν βαμμένο μπλε και κίτρινο στα χρώματα της Σουηδίας. Σε λιγότερο από 72 ώρες θα κριθούν όλα.



Η μέρα έφτασε. Δεκάδες χιλιάδες φοβισμένοι διαδηλωτές και άλλοι τόσοι στρατιώτες του καθεστώτος Ιωσήφ, γέμισαν την πλατεία Αριστοτέλους και περιμένουν την ομιλία του πιο αδίστακτου δικτάτορα όλων των εποχών. Ανάμεσα τους, κρυμμένοι κάτω από μια εξέδρα με ηχεία στην οποία κούρνιασαν μόλις το πλήθος μπορούσε να τους καλύψει, οι τρεις αδίστακτοι επαναστάτες ετοιμάζονται να γίνουν μάρτυρες ώστε να πάψει η καταπίεση του Ιωσήφ. Το σχέδιο είναι το εξής: καθένας τους κουβαλάει ένα σακίδιο με εκρηκτικά και στη διάρκεια της συγκέντρωσης θα ακροβολιστούν βόρεια, νότια και ανατολικά της εξέδρας, στη συνέχεια με ένα τηλεμηχανισμό ο Λευτέρης θα ενεργοποιήσει και τους τρεις και έτσι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γλιτώσει ο Ιωσήφ.
- «Θείο θα χτυπήσουμε»; Ρώτησε με περισσή παιδική αφέλεια και με χαμόγελο ο Πέτρος.
- «Όχι αγόρι μου, θα κάνει ένα τσακ και μετά θα πάμε άτα για παγωτό» απάντησε ο Λευτέρης. Δίπλα του ο Δημήτρης είχε λερώσει το παντελόνι του από φόβο και αν σήμερα το πρωί ο Λευτέρης δεν τον είχε ξυπνήσει πιο νωρίς από ότι περίμενε, τότε δε θα τον έβρισκε εκεί.
- «Λοιπόν»... Ξεκίνησε με παλικαρίσια φωνή τον επικήδειό τους καθώς έξω ο  κόσμος ήταν έτοιμος για την ομιλία «Παλικάρια μου, αγαπητά μου ανίψια, εδώ σ΄αυτόν τον χώρο στριμωγμένοι μας έλαχε να γράψουμε ιστορία και..»
- «Θείο πεινάω». Τον διέκοψε ο Πέτρος.
- «Πάψε αγόρι μου, έλεγα πως ήταν της μοίρας μας γραφτό να γίνουμε μάρτυρες που θα υμνούν και θα δοξάζουν όλες οι γενιές που θα έρθουν μετά από εμάς, κι΄ αν τώρα αισθανόμαστε φόβο και αγωνία, αυτό είναι μόνο για λίγες στιγμές. Τα ονόματα μας θα γραφούν με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια ιστορία και η θυσία μας θα διδάσκεται στα σχολεία της Σουηδίας και της Ελλάδας.».


Έξω στην Εξέδρα ανέβηκε ο Αρχιστράτηγος του Ιωσήφ και μέσα από ένα πανικό πυροτεχνημάτων και μουσικής ανήγγειλε την παρουσία του. Τότε εμφανίστηκε αυτός. Φορούσε τη στρατιωτική του αμφίεση και μία κατακόκκινη κάπα με μαύρες μπότες. Το κοινό, αν και εξουθενωμένο από την πείνα, ζητωκραύγαζε φοβισμένο την καταστολή από τις δυνάμεις ασφαλείας. Πριν ξεκινήσει η ομιλία πρώτος έφυγε ο Δημήτρης για Νότια της εξέδρας και στη συνέχεια ο Πέτρος για Βόρεια, ο Λευτέρης καθυστέρησε λίγο καθώς δίστασε προς στιγμή βλέποντας έναν ένστολο. Πλησιάζοντας ο Δημήτρης, ο Λευτέρης πάτησε το πρώτο κουμπί. Το μεγαλύτερο κομμάτι της εξέδρας, χιλιάδες κόσμου- και ο Δημήτρης φυσικά- εξαϋλώθηκαν, ο πανικός ήταν απερίγραπτος, ο Ιωσήφ ήταν σίγουρα νεκρός όμως δεν υπήρχε περιθώριο για λάθος. Δίχως να το σκεφτεί στιγμή ο Λευτέρης, πάτησε και το δεύτερο κουμπί και τότε ο Πέτρος που ανέμελος έπαιζε με μια σημαία στο χέρι μαζί με πλήθος αθώων δίπλα του, έγιναν καπνός.

            Ο Λευτέρης πλησίασε Ανατολικά της εξέδρας και έφτασε στο σωστό σημείο, απασφάλισε το διακόπτη και ετοιμάστηκε να πατήσει το κουμπί που θα τον έβαζε στο Πάνθεον των Ηρώων. Κοντοστάθηκε και σκέφτηκε. Ο Ιωσήφ ήταν νεκρός, μαζί του και εκατοντάδες υψηλόβαθμα στελέχη του. Τότε άκουσε μια φωνή μέσα του που του είπε : «Δε γαμιέται...». Έτσι ανέστειλε τη δική του θυσία.

Πέρασε ένα εξάμηνο από το Δάκρυ της Επανάστασης. Η Χούντα του Ιωσήφ δεν υπάρχει πλέον και στην κυβέρνηση είναι ο Θείος Λευτέρης με την ομάδα του. Οι ονομαστικές γιορτές των ανιψιών και των συνεργατών του καθιερώθηκαν ως εθνικές εορτές και αγάλματα τους κοσμούν κάθε γωνιά της πόλης. Του Γιώργου έξω από την Τράπεζα της Ελλάδας, του Δημήτρη στη Τσιμισκή, του Πέτρου στο Πάρκο των Σκύλων, του Γρίμα έξω από το ψυχιατρείο Σταυρούπολης και του Λεπτοκαρίνη στην Βιβλιοθήκη. Του τελευταίου μάλιστα τα έργα “Μάνα ,δεν πέτυχες την τσάκιση” και “Γιατί τρώω τα νύχια μου”  διδάσκονται υποχρεωτικά στα σχολεία όλης της χώρας.

Πίσω στη Στοκχόλμη, ο Λευτέρης πάνω σε ένα στρώμα ιδρωμένος από τους ατμούς της θερμαινόμενης πισίνας, κρατούσε ένα Μοχίτο στο χέρι για να δροσιστεί καθώς μια ντουζίνα  λουόμενες σκανδιναβές χαριεντίζονταν χαϊδεύοντας την τριχωτή του κοιλιά. Το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν ο λογιστής του που τον ενημέρωσε για την επίτευξη της συμφωνίας όσον αφορά την ανταλλαγή με το διαμερισματάκι του στην Θεσσαλονίκη έναντι 100 δασικών στρεμμάτων  προς αποψίλωση σε Σαντορίνη, Καρπενήσι και Κόνιτσα.. Ξαφνικά, σκεπτόμενος τα άμοιρα τα δάση που θα γίνουν στάχτη για να χτιστούν οι νέες του ξενοδοχειακές-συνεδριακές μονάδες, ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του. Ήταν το Δάκρυ της Επανάστασης.


Στη μνήμη του Μπάμπη Φορτωτήρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: